οινόπτης

οινόπτης
οἰνόπτης, ὁ (ΑΜ) μσν. δοκιμαστής οίνων
αρχ.
1. κατώτερο αξίωμα στην αρχαία Αθήνα που είχαν επιστάτες οι οποίοι επόπτευαν στα συμπόσια για να γίνεται ίση ανάμιξη νερού και κρασιού και για να πίνουν εξίσου όλοι οι συμπότες
2. στον πληθ. οἱ οἰνόπται
(στην Αθήνα) επιτροπή από τρεις αξιωματούχους, η οποία είχε ως έργο τον εφοδιασμό με λυχνίες, θρυαλλίδες κ.ά. σχετικά είδη σε διάφορες εορτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -οπτης (< θ. ὀπτού ὄπωπα*), πρβλ. αυτ-όπτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • CONVIVIA — vide de iis iam aliquid supra, in voce Cibus: item Cena. In iis, Varro convivarum numerum incipere voluit a Gratiarum numero. et progredi ad Musarum, quibus Apollinem quoque suum indulget Erasinus. Vettius tamen apud Macrob. l. 1. Saturn. c. 7.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • VINI Inspector — Graece Οἰνόπτης, vide supra Oenoptes …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”